- ἐπιξυσθέντα
- ἐπιξῡσθέντα , ἐπί-ξύωscratchaor part pass neut nom/voc/acc plἐπιξῡσθέντα , ἐπί-ξύωscratchaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιξύω — ἐπιξύω (Α) [ξύω] 1. ξύνω, τρίβω πάνω σε κάτι («τυρὸν ἐπιξυσθέντα», Πλάτ.) 2. (για το κρανίο) ξύνω την επιφάνεια 3. αγγίζω, ψαύω με κάτι 4. παθ. ἐπιξύομαι χαράζω, εγγλύφω («ἐπιξύομαι εἰκόνας λίθῳ») … Dictionary of Greek